χαράκωμα

χαράκωμα
χᾰράκ-ωμα, ατος, τό,
A palisaded enclosure, entrenched camp. X.HG5.4.38, 6.2.23;

χαρακώματα πρὸ τῆς πόλεως βαλέσθαι Plu.Cat.Mi.58

.
II palisade, X.An.5.2.26;

χ. καὶ τείχη καὶ τάφροι D.6.23

: metaph., of the eyelashes, Arist.PA658b18.
2 = Lat. vallum, Plb.9.3.2;

χ. διπλᾶ Id.10.31.8

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Χαράκωμα — palisaded enclosure fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράκωμα — palisaded enclosure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράκωμα — ώματος, το, ΝΑ [χαρακῶ / ώνω] πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος νεοελλ. 1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα 2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο 3. στρ. α) τάφρος… …   Dictionary of Greek

  • χαράκωμα — το, ατος 1. τόπος φραγμένος με παλούκια. 2. οχύρωμα πρόχειρο αμυντικό. 3. ρίγωμα, η χάραξη γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια με το χάρακα. 4. χαραγή αμπελιού. 5. τάφρος κατάλληλα φτιαγμένη για τη βολή των όπλων του πεζικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμπούρι — Χαράκωμα, αμυντικό προπέτασμα, οχύρωμα. Ο όρος προέρχεται από τουρκική λέξη. Τα τ. χρησιμοποιήθηκαν από τους αρματολούς και τους κλέφτες του 1821 για άμυνα. Ήταν βασικά σωροί από πέτρες, βράχοι ή απότομα υψώματα του εδάφους. * * * το, Ν 1.… …   Dictionary of Greek

  • χαρακωμάτων — χαράκωμα palisaded enclosure neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώμασι — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώμασιν — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώματα — χαράκωμα palisaded enclosure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώματι — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώματος — χαράκωμα palisaded enclosure neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”